φισκοσυνήγορος

φισκοσυνήγορος
φισκοσυνήγορος
advocatus fisci
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φισκοσυνήγορος — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) ο συνήγορος τού δημόσιου ταμείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < φίσκος + συνήγορος. Η λ. αποτελεί απόδοση τού λατ. advocatus fisci] …   Dictionary of Greek

  • φισκοσυνηγόροις — φισκοσυνήγορος advocatus fisci masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φισκοσυνηγόρου — φισκοσυνήγορος advocatus fisci masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”